ἀναιρέσεως

ἀναιρέσεως
ἀναιρέσεω̆ς , ἀναίρεσις
taking up
fem gen sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Council of State (Greece) — Greece This article is part of the series: Politics and government of Greece …   Wikipedia

  • виноватыи — (65) пр. 1.Виновный, провинившийся в чем л.; признаваемый виновным: виноватъ ли боудеть своѩ емоу волѩ. или правъ боудѣть. а •і҃• гри(в). сѣрѣбра за соромъ емоу възѩти. Гр 1239 (смол.); Оже кто оубьѥть женоу то тѣмь же судомь соудити. ˫ако же и… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Μοναρχιανισμός — ο εκκλ. αιρετική διδασκαλία η οποία διαμορφώθηκε από το τέλος τού 2ου αιώνα στην προσπάθεια αναιρέσεως τών αιρετικών θέσεων τού Γνωστικισμού και συμβιβασμού τήν τριαδικότητας τού θεού με τη μοναρχία τής θεότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. monarchianism …   Dictionary of Greek

  • αναιρεσίβλητος — η, ο αυτός κατά τού οποίου ασκείται αίτηση αναιρέσεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναιρεσιβάλλω. Η λ. μαρτυρείται για πρώτη φορά το 1838 στο Λεξικό τής Ελλ. Νομοθεσίας τού Δ. Μ. Βίκη] …   Dictionary of Greek

  • αναιρεσιβάλλω — υποβάλλω στον Άρειο Πάγο αίτηση αναιρέσεως εναντίον αποφάσεως εφετείου ή ποινικού δικαστηρίου ή εναντίον βουλεύματος δικαστικού συμβουλίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναίρεση ( ις) + βάλλω. ΠΑΡ. αναιρεσίβλητος. Η λ. απαντά για πρώτη φορά στην Εφημερίδα τής… …   Dictionary of Greek

  • επιφύλαξη — η δισταγμός, αναμονή με περίσκεψη («ἐχω τις επιφυλάξεις μου για το θέμα αυτό») 2. (νομ.) η διατήρηση τού δικαιώματος μερικής ή ολικής αναιρέσεως, από εκείνον που κάνει δήλωση περί επιφυλάξεως, ως προς μιαν υπόσχεση που δίδεται ή ως προς μιαν… …   Dictionary of Greek

  • θέση — Η τοποθέτηση ενός πράγματος ή γνώμη για κάποιο θέμα. (Moυσ.) Όρος της αρχαίας και της σύγχρονης μετρικής και μουσικής. Στη μετρική, θ. ονομάζεται το ισχυρό μέρος του μέτρου, το οποίο τονίζεται, σε αντίθεση με το ασθενές που δεν τονίζεται και… …   Dictionary of Greek

  • Επικρατείας, Συμβούλιο της– — Ονομασία που φέρει σε διάφορες χώρες το ανώτατο δικαστήριο διοικητικής δικαιοσύνης, στο οποίο έχουν ανατεθεί κατά κανόνα, εκτός από τις καθαυτό δικαιοδοτικές αρμοδιότητες, και γνωμοδοτικά καθήκοντα, ως συμβουλευτικού οργάνου της διοίκησης.… …   Dictionary of Greek

  • Μακράκης, Απόστολος — (Σίφνος 1831 – Αθήνα 1905). Ιεροκήρυκας, φιλόσοφος και θεολόγος. Το 1862 πήγε στο Παρίσι ως ιδιωτικός παιδαγωγός και εκεί μελέτησε τα διάφορα φιλοσοφικά συστήματα, από τον Ντεκάρ έως τον Χέγκελ, και έγραψε τρεις φιλοσοφικές διατριβές: Περί της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”